- letztes
- letzte(r, s)adj1. (abschließend, äußerst) τελευταίος,• Letzter werden έρχομαι τελευταίος,• er kam als Letzter ήρθε τελευταίος,• auf dem n Platz liegen βρίσκομαι στην τελευταία θέση,• den Letzten beißen die Hunde (spr) ο τελευταίος την πληρώνει πάντα,• die Letzten werden die Ersten sein (spr) οι τελευταίοι θα γίνουν πρώτοι,• der Letzte des Monats η τελευταία μέρα του μήνα,• das Wort haben wollen θέλω να έχω την τελευταία λέξη,• der Wille η τελευταία επιθυμία,• in r Zeit τον τελευταίο καιρό,• du bist der Letzte, dem ich es sagen würde θα ήσουν ο τελευταίος που θα το έλεγα,• mit r Kraft με τις τελευταίες δυνάμεις,• der Schrei η τελευταία λέξη της μόδας,• bis ins Letzte μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια2. (gerade vergangen) περασμένος,• Woche την περασμένη εβδομάδα3. (Phrasen):• in den n Zügen liegen είμαι στα τελευταία μου,• bis aufs Letzte μέχρις εσχάτων,• bis zum Letzten gehen φτάνω στα άκρα,• das ist ja wohl das Letzte! αυτό είναι απαράδεκτο!
Wörterbuch Deutsch-Griechisch . 2015.